- из
- из (изо) από я приехал из Москвы ήρθα από τη Μόσχα пить из стакана πίνω με το ποτήρι один из моих друзей ένας από τους φίλους μου^ из чего это сделано? από τι είναι αυτό καμωμένο; из любодытства από περιέργεια
* * *(изо)από
я прие́хал из Москвы́ — ήρθα από τη Μόσχα
пить из стака́на — πίνω με το ποτήρι
оди́н из мои́х друзе́й — ένας από τους φίλους μου
из чего́ э́то сде́лано? — από τι είναι αυτό καμωμένο
из любопы́тства — από περιέργεια
Русско-греческий словарь. 2013.